Όταν ήμουν μικρή στη γειτονιά υπήρχε ένα μπακάλικο. Το είχε η κυρία Πρασινάδα και ο κύριος Ιούλιος. Ο κύριος Ιούλιος ήταν σγουρομάλλης με καλοσυνάτα μάτια και πάντα χαμογελούσε. Ευγενικός όσο δεν παίρνει και εξυπηρετικός σε όλους, μικρούς και μεγάλους. Το σημαντικότερο χουβαρτάς άνθρωπος, χορτασμένος.
Η γυναίκα του ήταν η κυρία Πρασινάδα ήταν ακριβώς το αντίθετο (δεν την έλεγαν έτσι, αλλά πιστέψετε με το όνομα της δε διαφέρει και πολύ!). Σκούρο καστανό μαλλί φουσκωτό μαζεμένο πίσω σ'ένα τεράστιο κότσο, σκυθρωπή, αγενής, απότομη, με μια τσιριχτή φωνή και το σημαντικότερο τσιγκούνα όσο δεν παίρνει άλλο. Μετρούσε και ξαναμετρούσε τα λεφτά, αφού ήταν επί της οικονομικής διαχείρησης του μπακάλικου. Όλα τα πράγματα στο μπακάλικο είχαν αρκετά τσιμπημένες τιμές σε σχέση με τις υπεραγορές για να βγάζει κέρδος το μαγαζί.
Θυμάμαι το χώρο πάντα σκοτεινό, τα ράφια μισοσκονισμένα και στο βάθος κοντά στα ψυγεία με τα τυριά και τα σαλάμια μια μεγάλη μηχανή που έκοβε το ζαμπόν. Τότε δεν είχε συσκευασμένο και έπρεπε να πεις στον κύριο Ιούλιο πόσο ήθελες για να το κόψει, να το ζυγίσει και να το τυλίξει σε μια λαδόκολα. Tα όσπρια τα έβαζε με τη σέσουλα και τα ζύγιζε με μια παλιά ζυγαριά με βαρίδια. Στο πιο κοντινό ράφι στο ταμείο ήταν οι αγαπημένες σοκολάτες των παιδιών. Όπου κι αν πήγαινες μες το μαγαζί από αυτό θα περνούσες, δεν είχες επιλογή.
Είχε κάτι τσίχλες (πίσσες στα κυπριακά) που τις λέγαμε 'μαύρες πίσσες' γιατί είχαν ένα χρώμα σκουρομπλε και ενώ ήταν αρχικά πολύ σκληρές, όταν τις μασούσες γίνονταν μαλακές και μυρωδάτες. Θυμάμαι ακόμα και το περιτύλιγμα που είχε μαύρες, κίτρινες και άσπρες ρίγες σε σχήμα V. Η κάθε μια πίσσα ήταν από μόνη της τυλιγμένη σαν καραμέλα και κόστιζε 1 γρόσι (πριν αλλάξει η διαίρεση της λίρας σε σεντ). Ήμουν πρώτη δημοτικού νομίζω και συχνά μόνο 1 γρόσι είχα για να αγοράσω κάτι από το μπακάλικο, γιατί το τετρασέλινο μου το έτρωγα στην κατίνα του σχολείου. Έτσι έτρωγα συχνά μαύρη πίσσα. Η γεύση της ασυναγώνιστη. Όσες γεύσεις κι αν βγουν τη γεύση της δεν έχω βρει ποτέ, πουθενά δυστυχώς.
Θυμάμαι το χώρο πάντα σκοτεινό, τα ράφια μισοσκονισμένα και στο βάθος κοντά στα ψυγεία με τα τυριά και τα σαλάμια μια μεγάλη μηχανή που έκοβε το ζαμπόν. Τότε δεν είχε συσκευασμένο και έπρεπε να πεις στον κύριο Ιούλιο πόσο ήθελες για να το κόψει, να το ζυγίσει και να το τυλίξει σε μια λαδόκολα. Tα όσπρια τα έβαζε με τη σέσουλα και τα ζύγιζε με μια παλιά ζυγαριά με βαρίδια. Στο πιο κοντινό ράφι στο ταμείο ήταν οι αγαπημένες σοκολάτες των παιδιών. Όπου κι αν πήγαινες μες το μαγαζί από αυτό θα περνούσες, δεν είχες επιλογή.
Είχε κάτι τσίχλες (πίσσες στα κυπριακά) που τις λέγαμε 'μαύρες πίσσες' γιατί είχαν ένα χρώμα σκουρομπλε και ενώ ήταν αρχικά πολύ σκληρές, όταν τις μασούσες γίνονταν μαλακές και μυρωδάτες. Θυμάμαι ακόμα και το περιτύλιγμα που είχε μαύρες, κίτρινες και άσπρες ρίγες σε σχήμα V. Η κάθε μια πίσσα ήταν από μόνη της τυλιγμένη σαν καραμέλα και κόστιζε 1 γρόσι (πριν αλλάξει η διαίρεση της λίρας σε σεντ). Ήμουν πρώτη δημοτικού νομίζω και συχνά μόνο 1 γρόσι είχα για να αγοράσω κάτι από το μπακάλικο, γιατί το τετρασέλινο μου το έτρωγα στην κατίνα του σχολείου. Έτσι έτρωγα συχνά μαύρη πίσσα. Η γεύση της ασυναγώνιστη. Όσες γεύσεις κι αν βγουν τη γεύση της δεν έχω βρει ποτέ, πουθενά δυστυχώς.
Από το μπακάλικο δεν ψωνίζαμε συχνά γιατί είχε ψηλές τιμές. Μόνο αν ξέμενε η μάνα μου από κάτι με έστελνε να της πάρω λίγα πράγματα. Αυτό το ήξερε η κυρία Πρασινάδα και μας στραβοκοιτούσε όποτε μας έβλεπε με τις σακούλες της υπεραγοράς. Πολλές φορές ο πατέρας μου τις έκρυβε στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου γιατί μετά ό,τι μας έδινε ήταν μπαγιάτικο. Δεν είχαν και ημερομηνίες λήξης τα προϊόντα και έκοβε κι έραβε η Πρασινάδα.
Αν ήταν στο ταμείο ο κύριος Ιούλιος και δεν έφταναν τα λεφτά που μου έδινε η μάνα μου, μου έλεγε 'δεν μπειράζει τα φέρνεις την άλλη φορά' και έφευγα με το κεφάλι ψηλά. Έλα όμως που τις περισσότερες φορές στο ταμείο ήταν η κυρά Πρασινάδα που δε σήκωνε κάτι τέτοια. Αν μου έλειπε έστω κι ένα σεντ με έστελνε πίσω στη μάνα μου να το φέρω, αλλιώς δε μου έδινε τα ψώνια. Κι αυτό το έκανε κάθε φορά. Με κοίταγε πάνω απ'τα γυαλιά της και με βλοσυρό βλέμμα μου έλεγε 'να πας στη μάνα σου να σου δώσει τα 2 σεντ να μου τα φέρεις'. Ήμουν μικρή τότε και τη φοβόμουν, παράταγα λοιπόν τα ψώνια και έτρεχα να πάρω 1-2 σεντ να της τα δώσω. Μια φορά μετά που είχα μεγαλώσει λίγο, τόλμησα να της πω ότι θα της τα πάρω την άλλη φορά και μόνο που δε μου έβγαλε τα μάτια με το ύφος της. Όχι! ήταν η κατηγορηματική απάντηση. Δε σήκωνε κουβέντες η κυρία Πρασινάδα και δε δεχόταν βερεσέδια από περιστασιακούς πελάτες σαν εμάς.
Αν ήταν στο ταμείο ο κύριος Ιούλιος και δεν έφταναν τα λεφτά που μου έδινε η μάνα μου, μου έλεγε 'δεν μπειράζει τα φέρνεις την άλλη φορά' και έφευγα με το κεφάλι ψηλά. Έλα όμως που τις περισσότερες φορές στο ταμείο ήταν η κυρά Πρασινάδα που δε σήκωνε κάτι τέτοια. Αν μου έλειπε έστω κι ένα σεντ με έστελνε πίσω στη μάνα μου να το φέρω, αλλιώς δε μου έδινε τα ψώνια. Κι αυτό το έκανε κάθε φορά. Με κοίταγε πάνω απ'τα γυαλιά της και με βλοσυρό βλέμμα μου έλεγε 'να πας στη μάνα σου να σου δώσει τα 2 σεντ να μου τα φέρεις'. Ήμουν μικρή τότε και τη φοβόμουν, παράταγα λοιπόν τα ψώνια και έτρεχα να πάρω 1-2 σεντ να της τα δώσω. Μια φορά μετά που είχα μεγαλώσει λίγο, τόλμησα να της πω ότι θα της τα πάρω την άλλη φορά και μόνο που δε μου έβγαλε τα μάτια με το ύφος της. Όχι! ήταν η κατηγορηματική απάντηση. Δε σήκωνε κουβέντες η κυρία Πρασινάδα και δε δεχόταν βερεσέδια από περιστασιακούς πελάτες σαν εμάς.
Με τον καιρό δεν ήθελα να πηγαίνω να ψωνίζω κοντά της. Είχα άγχος ότι θα με στείλει πίσω στη μάνα μου άπραγη, για να πάρω τα σεντ που υπολοίπονταν. Ζητούσα απ'τη μάνα μου να μου δίνει πιο πολλά για να μην υπάρχει τέτοιο θέμα, αλλά πάντα μου έδινε ψιλά και μπορεί να λιμπιζόμουν καμιά σοκολατίτσα και να μην αρκούσαν. (Από τότε μου έμεινε ένα είδος φοβίας ότι όταν πάω κάπου δε θα έχω το ακριβές ποσό να πληρώσω και θα με στείλουν στη μαμά μου. Έτσι φροντίζω πάντα να έχω στο πορτοφόλι μου αρκετά λεφτά, για να μην μου τύχει κάτι τέτοιο. Κάμια σπάνια φορά που θα έχω μαζί μου μόνο το ποσό που χρειάζεται για κάτι, πάω στο περίπτερο με άγχος μπας και ανέβηκε η τιμή και δεν έχω να πληρώσω.)
Λόγω της ακρίβειας τα μεγάλα σουπερμάρκετ έφαγαν σιγά-σιγά την πελατεία κι η κα Πρασινάδα γύρευε αγοραστή να πουλήσει όλο το μπακάλικο με την πραμάτεια του. Ο κύριος Ιούλιος ο καημένος δεν ήθελε να το πουλήσει γιατί ήταν ακόμα νέος και το αγαπούσε, το πονούσε το μπακάλικο αφού είχε περάσει όλη του τη ζωή εκεί μέσα. Δεν ήθελε και να κάθεται αφού είχε μάθει μια ζωή να δουλεύει. Φυσικά δεν πέρασε το δικό του και το πούλησε η κα Πρασινάδα σε μια άλλη γειτόνισσα. Το μαγαζί ήταν ιδιόκτητο κι έτσι πήρε ένα γερό ποσό για κομπόδεμα, κι απ'την άλλη είσπραττε και τα ενοίκια. Μια χαρά τα κατάφερε με την καπατσοσύνη της.
Στο τέλος το μπακάλικο το 'κλεισε η άλλη γειτόνισσα που δεν τα έβγαλε πέρα με τίποτα γιατί οι τιμές ήταν στα ύψη κι η πελατεία μικρή. Άσε που τα ληγμένα προϊόντα έκαναν χωρό στα ράφια. Το δωσε κι η κυρά Πρασινάδα σε ένα κορίτσι κι από μπακάλικο το μετάτρεψε σε σπα! Ναι ναι σε σπα και μια χαρά δουλεύει σας πληροφορώ. Εισπράττει τα νοίκια κι η Πρασινάδα και είμαι σίγουρη γελούν και τα μουστάκια της.
Στο τέλος το μπακάλικο το 'κλεισε η άλλη γειτόνισσα που δεν τα έβγαλε πέρα με τίποτα γιατί οι τιμές ήταν στα ύψη κι η πελατεία μικρή. Άσε που τα ληγμένα προϊόντα έκαναν χωρό στα ράφια. Το δωσε κι η κυρά Πρασινάδα σε ένα κορίτσι κι από μπακάλικο το μετάτρεψε σε σπα! Ναι ναι σε σπα και μια χαρά δουλεύει σας πληροφορώ. Εισπράττει τα νοίκια κι η Πρασινάδα και είμαι σίγουρη γελούν και τα μουστάκια της.
Διαβάζοντάς το, ήταν σαν να έβλεπα τη μικρούλα Daisy μέσα στο μπακάλικο και μπροστά στο ταμείο τής Πρασινάδας
ΑπάντησηΔιαγραφήΣτο σπα έχεις πάει;
:)
Κάτι παρόμοιο συνέβαινε σε όλες τις γειτονιές πιστεύω,παντού υπήρχε μια κυρα τέτοια και ένας κυριούλης η το αντίθετο,τώρα έχουν κλείσει σχεδόν όλα, και όσα ακόμα είναι ανοιχτά τα βγάζουν δύσκολα...
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλημέρα,όμορφο ποστ!!
Εδώ στη γειτονιά υπάρχει ακόμα το τελευταίο μπακάλικο.. Το παλεύει η τρίτη γενιά!
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο έχουν στολισμένο, καθαρό και εκεί λέγονται οι πρώτες καλημέρες από τις γειτόνισσες..
Μια "γεύση" από άλλες εποχές!
Καλημέρα και φιλιά!
Πολύ όμορφο ποστ και πολύ όμορφη η διήγησή σου. :)
ΑπάντησηΔιαγραφήΤελικά, όλοι έχουμε μια τέτοια ιστορία να διηγηθούμε. Μου φαίνεται, κάθε γειτονιά έχει και τον Σκρουτζ της...
Το αντίστοιχο ζευγάρι μπακάληδων της δικής μου παιδικής ηλικίας, εκτός από σκονισμένα ράφια, ληγμένα προϊόντα και ανεβασμένες τιμές, έκανε και ένα άλλο φοβερό. Έκλεινε το ρεύμα το βράδυ για να κάνει οικονομία και το ξανάναβε το πρωί. Τα πράγματα στο ψυγείο, καταλαβαίνεις...
Παίρναμε το γιαούρτι, το γάλα, το ζαμπόν... και 5 στις 10 φορές ήταν χαλασμένα! Ειδικά τα αλλαντικά, άνοιγες το κουτί και βρωμούσε όλο το σπίτι! Όπως εσένα σου έμεινε φοβία με το αν έχεις αρκετά λεφτά στο πορτοφόλι σου, εμένα μου έμεινε φοβία με τα χαλασμένα. Θα το πιστέψεις ότι ακόμα μυρίζω το γάλα όταν το ανοίγω;
Είναι απίστευτοι αυτοί οι άνθρωποι!
Γερολαδάδες!
Τι καταλαβαίνουν; Το σάβανο δεν έχει τσέπες.
Φιλιά πολλά, Daisy μου!
Θυμάμαι και γω κάτι τσίχλες μαύρες ,εγέμωνε το στόμα μας και κάνανε και φούσκες ,τώρα βέβαια μπορεί να λες για άλλες εσύ γιατί εμείς τότε ναι μεν είχαμε το γρόσι αλλά υπεραγορά εν είχαμε.Πρέπει να είσαι αρκετά μικρότερη μου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ όμορφη ανάρτηση!Παραστατικότατη αφήγηση!!!Μου θύμισες το μπακάλικο της γειτονιάς μου!!!Φιλάκια !!
ΑπάντησηΔιαγραφήabsentminded μου όχι δεν πήγα ούτε πρόκειται. Για μένα θα'ναι πάντα το μπακάλικο. Έχω την εντύπωση ότι αν πήγαινα θα είχα στη μύτη τις μυρωδιές από τα τυριά και τα σαλάμια :)))))
ΑπάντησηΔιαγραφήΦιλιά!
ΦΟΥΛΗ μου έτσι φαίνεται τα πιο πολλά έκλεισαν ή κινδυνεύουν.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλησπέρα!
Αντιγόνη μου μπράβο τους! Οι κόρες του κυρίου Ιούλιου και της κυρα Πρασινάδας σπούδασαν και δεν ήθελαν να έχουν σχέση με το μπακάλικο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΈχουν περάσει κοντά 30 χρόνια από τότε άρα έχεις δίκιο 'αλλες' εποχές :)
Καλό απόγευμα και πολλά φιλάκια!
Lilith μου σ'ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια!
ΑπάντησηΔιαγραφήΟι δικοί σας ήταν εντελώς απίστευτοι! Πως δε πάθατε καμιά σοβαρή δηλητηριάση; Λένε πως το γάλα σου προκαλή απ'τις χειρότερες δηλητηριάσεις. Καλά κάνεις και μυρίζεσαι το γάλα.. ποτέ δεν ξέρεις :)
Το σάβανο δεν έχει τσέπες αλλά μην το πεις της κυριας Πρασινάδας ε! :))))))))))))))
Φιλάκια πολλά πολλά!
stalamatia μου όταν λέω υπεραγορά μιλώ για κάτι μικρές καμιά σχέση με τις τωρινές. Αφού να φανταστείς ή πρωην υπεραγορά της γειτονιάς τώρα είναι φούρνος :)
ΑπάντησηΔιαγραφήΓια τις ίδιες μαύρες πίσσες θα λέμε. Δεν νομίζω να'χε πολλών ειδών. Χαίρομαι που τις θυμάσαι κι εσύ. Κρίμα που σταμάτησαν να τις βγάζουν.
Είμαι 34χρονών.
Φιλάκια!
χρυσάνθη μου ευχαριστώ πολύ!Να'σαι καλά!
ΑπάντησηΔιαγραφήΦιλιά!!
Διαβαζοντας την ιστοριούλα ανέβλυσε άρωμα των παιδικών μας χρόνων. Να 'σαι καλά που ακόμα υπάρχει κάπου η αθωότητα. Καθώς ένα μικρούλι κεφαλάκι αχνοφαίνεται στην γωνιά, μια μπουκλίτσα ξεχωρίζει, κι ένα πνιχτό γελάκι αντηχεί...Καλή σου μέρα και καλή εβδομάδα...
ΑπάντησηΔιαγραφήΑstrapi σ'ευχαριστώ για τα καλά σου λογια! :)
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλό απόγευμα και καλή βδομάδα!