18 Μαρ 2009

Αληθινό παραμύθι

Η πρώτη μου σχέση, ο Κώστας. Γνωριστήκαμε από το τηλέφωνο. Ένα μπέρδεμα. Μας πήρε καιρό για κάποιο λόγο να συναντηθούμε, αν και το θέλαμε κι οι δυο.

Η πρώτη εκείνη συνάντηση, μαγική.

Θυμάμαι να κατεβαίνω από το τρένο στο Θησείο. Και αν και δεν ήξερα το πρόσωπο του να τον βλέπω να κοιτά από τη γέφυρα-ψηλά, προς εμένα. Είχε ήλιο, όλα ήταν φωτεινά, πρέπει να ήταν Σεπτέμβρης. Είχαμε πάει μεσημεράκι για καφέ. Και καθίσαμε ώρες. Να μιλάμε, να κοιταζόμαστε, να μη χορταίνουμε την παρέα ο ένας του άλλου. Ένα πράμα μαγικό. Θέματα άπειρα να μας παρασέρνουν να γνωρίσει ο ένας τον άλλο. Η κουβέντα εύκολη, να κυλά σαν νερό.

Τα μπλε του μάτια, σαν θάλασσες καλοκαιρινής μέρας, φωτεινά. Τα μπλε του μάτια να βυθίζονται στα δικά μου. Τα χέρια του να μου πιάνουν τα χέρια. Η φωνή του, βαριά, μπάσα φωνή, να μου χαϊδεύει τα αυτιά.

Κι όταν πια είχε νυχτώσει. Το πρώτο μας ραντεβού δεν μπορούσε να τελειώσει.

Μου λέει “έλα, ανέβα στο μηχανάκι να πάμε βόλτα. Θα σε πάω στα χίλια φώτα, το πιο όμορφο μαγαζί στο λεκανοπέδιο”. Κι ανέβηκα – αν και δεν είχα ξανανεβεί σε μηχανή ποτέ προηγουμένως – και κατηφορίσαμε προς Καλλιθέα. Ήταν μια διαδρομή αξέχαστη. Τον είχα πάρει αγκαλιά και γελούσα χαρούμενη συνέχεια. Κι εκείνος γελάγε μαζί μου. Δεν ξέρω πόση διάρκεια είχε η βόλτα, αλλά τη θυμάμαι ξεκάθαρα, τις στροφές, τα σοκάκια, τα τρόλεϋ που προσπερνούσαμε. Είναι όλη χαραγμένη στη μνήμη μου. Καθαρά, ξεκάθαρα.

Στη Καλλιθέα καθίσαμε στη πλατεία, σε ένα παγκάκι και μιλούσαμε. Δεν μπορούσα να ξεκολλήσω τα μάτια μου από πάνω του. Κίνηση, θόρυβος πολύς. Μα για μένα ο κόσμος δεν υπήρχε, κανείς δεν ήταν γύρω, για μένα ήταν μόνο αυτός. Πήγαμε μετά για φαγητό και αφού κι οι δυο δεν θέλαμε να τελειώσει το όνειρο που ζούσαμε μαζί, συνεχίσαμε με σινεμά. Αγκαλίτσα μες το σινεμά. Ούτε που θυμάμαι τι είδαμε, όσο κι αν προσπαθήσω.

Ήταν πλέον αργά το βράδυ όταν βγήκαμε. Έκανε ψυχρούλα. Πήγαμε σε μια πλατειούλα κοντά σε μια εκκλησίτσα και καθίσαμε. Μιλάγαμε, μιλάγαμε. Δεν τέλειωναν αυτά που είχαμε να πούμε. Κι ας είχαμε μόλις γνωριστεί λίγες μόνο ώρες νωρίτερα. Ο χρόνος για μας εκείνες τις στιγμές είχε σταματήσει. Οι άνθρωποι είχαν εξαφανιστεί. Ήμασταν οι δυο μας. Κι ήμασταν μαζί.

Δεν ξέρω τι ώρα σηκωθήκαμε να φύγουμε αλλά ήταν πια πρωινές ώρες. Είχα παγώσει και μου είχε δανείσει το σακάκι του. Τον κάλεσα να ’ρθει στο σπίτι. Η συγκάτοικος μου έλειπε. Ανεβήκαμε πάνω κι έβαλα ποτό να πιούμε. Έφερα και του διάβασα ποιήματα που είχα γράψει, κομμάτια από το ημερολόγιο μου. Κάτι που δεν είχα ξανακάνει και δε θα ξανάκανα με άλλο άτομο ποτέ. Και κείνος με κοιτούσε, με άκουγε. Ήμουν για κείνον ο κόσμος όλος. Το ’βλεπα στα θαλασσιά του μάτια.

Όταν σηκώθηκε να φύγει ήταν σχεδόν πρωί. Είχαμε περάσει σχεδόν ένα εικοσιτετράωρο μαζί. Στο πρώτο ραντεβού. Είχαμε απίστευτη χημεία. Κάτι που μας ένωνε. Κάτι μαγικό, ονειρικό, σχεδόν εξωπραγματικό. Κατέβηκα κάτω μαζί του και πήγαμε άλλη μια φορά βόλτα με τη μηχανή. “Θα βρεθούμε αύριο” μου είπε “θα σε πάω στα χίλια φώτα. Θα δεις τι όμορφα που είναι εκεί.” Δεν ήθελα να τον αφήσω να φύγει. Δεν ήθελα να τελειώσει η νύχτα, η μέρα, όλο αυτό που ζούσαμε μαζί. Μα είχε να πάει στη δουλειά. Έμενε μακριά. Ανταλλάξαμε ένα φιλί και κίνησε να φύγει.


Την άλλη μέρα θα ξανασυναντίομασταν. Θα πηγαίναμε σε ένα όμορφο μαγαζί με όλη την Αττική πιάτο από κάτω.

Όμως όχι στα “χίλια φώτα”. Στα χίλια φώτα δε με πήγε ποτέ.

Και πάντα σκεφτόμουνα ότι άμα με πήγαινε εκεί κάτι μαγικό θα γινόταν και θα μέναμε μαζί. Μα δε με πήγε

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πες κάτι, ή μάλλον γράψε αυτό που σκέφτεσαι! :)

Mi manchi

Μου λείπεις τόσο πολύ, τόσο απερίγραπτα, αφάνταστα, αδιάκοπα, ασταμάτητα, που δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψουν πόσο.  Κι όσο κι αν κρατιέμα...