Τις προάλλες πήγε ο πατέρας μου κι έμεινε δυο μέρες στο χωριό του παπού μου. Είναι ένα χωριουδάκι στην επαρχία Πάφου, κοντά στην Πόλη Χρυσοχούς. Μου είπε που λέτε ότι δεν υπάρχει πια κανένας που να μένει μόνιμα εκεί από τους παλιούς και θυμήθηκα όλες εκείνες τις κυρίες που ήταν φιλενάδες της γιαγιάς μου και τις επισκεπτόμασταν μαζί όταν πηγαίναμε διακοπές. Όλες όπως είναι λογικό όταν υπολογίσω τα χρόνια, αποδήμησαν εις Κύριο εδώ κι αρκετό καιρό και η τελευταία που ήταν η πιο μικρή από όλες κι αυτή πρόσφατα ακολούθησε. Αποτέλεσμα η γειτονιά εκεί να είναι έρημη εντελώς.
Τα σπίτια τότε και στα χωριά ειδικά, ήταν όλα ενωμένα τοίχο-τοίχο και κάθε οικογένεια είχε μες τη μέση μια μικρή αυλή όπου έβγαιναν όλες οι γυναίκες να πλύνουν, να ζυμώσουν και να φυσικά να κουβεντιάσουν και να πιουν το καφεδάκι τους. Πάντα προσπαθώ να φανταστώ πως ήταν εκείνη την εποχή του χωριό που έσφιζε από ζωή, δεκαετία του ΄50 ή κάπου εκεί, πριν αρχίσει ο κόσμος να μετακομίζει στις πόλεις για δουλειά. Σίγουρα ήταν σκληρή αλλά είχε και τις ομορφιές της, τη γλύκα της που τώρα έχει αντικατασταθεί ή χαθεί.
Όπως και να΄χει δίπλα στη γειτονίτσα που βρίσκεται το πατρικό του πατέρα μου, υπήρχε ένα σπιτί που έμενε μια πολύ γλυκιά, παχουλούλα και χαμογελαστή κυρία, που αν θυμάμαι καλά την έλεγαν Μαρουλού (όλες οι γυναίκες τότε είχαν ονόματα που τέλειωναν σε -ου, Τταλλού ήταν Χρυστάλλα, Ππιννού η Δέσποινα κ.ο.κ.). Πάντα είχε κάτι έτοιμο να μας φυλέψει, μια καλή κουβέντα να πει για όλους τους γείτονες και κρύο νερό να ξεδιψάσουμε μετά το γλυκάκι. Θυμάμαι ότι φορούσε ένα απ΄αυτά τα φορέματα ρόμπες που φορούσαν οι παλιές με κλαράκια και πάντα από πάνω μια ποδιά σε διαφορετικό συνήθως χρώμα, λες και πάντα κάτι έκανε ή κάτι σταμάτησε να κάνει μόλις μπήκαμε στην αυλή της. Τη θυμάμαι πάντα γελαστή και χαρούμενη.
Μια άλλη γειτόνισσα κάτι σπίτια παρα πέρα στο τέρμα του δρόμου είχε μια δυνατή και τραγική ιστορία να μας πει που έμεινε μαζί μου μέχρι σήμερα. Δε θυμάμαι το όνομα της αλλά ας την πούμε Γαλάτεια. Η Γαλάτεια λοιπόν είχε ένα μικρό εγγονάκι 2χρονών που το πρόσεχε που και που για να κάνει τις δουλειές της η κόρη της, που είχε πολλά παιδιά. Το δίχρονο αγοράκι ήταν το μικρότερο εγγόνι της και η αδυναμία της. Μια μέρα λοιπόν ενώ ήταν μαζί της κι εκείνη μαγείρευε το μικρό βρήκε ένα ψηλό σκεπασμένο κουβά και με την περιέργεια της ηλικίας του το τράβηξε προς τη μεριά του για να δει τι έχει μέσα. Είχε δυστυχώς καυτό υγρό που βάζουμε στα χαλλούμια και το έχυσε όλο πάνω του με αποτέλεσμα το σώμα του να καεί σε πολύ μεγάλο ποσοστό. Θυμάμαι ότι μας έλεγε την ιστορία που είχε συμβεί μόλις πριν λίγα εικοστετράωρα με δάκρυα στα μάτια κι εγώ πφοσπαθούσα να φανταστώ πως ήταν αυτό το μικρό παιδικό κορμάκι με τόσα εγκαύματα. Έχω την εντύπωση ότι το αγοράκι έγινε καλά και μεγάλωσε μια χαρά στο τέλος, αλλά φαντάζομαι τι στεναχώρια και ενοχές είχε η καημένη γιαγιά, η μαμά και η οικογένεια του.
Όλος αυτός ο δρόμος που είναι το πατρικό του πατέρα μου, έχει από τη μια μεριά σπίτια κι απ΄την άλλη ένα μεγάλο γκρεμό γεμάτο ελαιόδεντρα. Στο βάθος του γκρεμού θυμάμαι πάντα μπορούσες να δεις ζώα να βοσκούν στο χορταράκι που είχε εκεί. Όμως οι γονείς μας πάντα μας τρόμαζαν να μην πλησιάσουμε στο χείλος για να δούμε τα ζώα γιατί θα κτυπούσαμε. Πάντα ήθελα να κατεβώ να πάω κοντά στα ζώα, αλλά ποτέ δεν έγινε αυτό και τώρα πια δεν υπάρχουν.
Όσο κι αν προσπαθώ να παντρέψω στο μυαλό μου την εικόνα του χωριού που θυμάμαι, με τα πρόσωπα που θυμάμαι κι αυτήν που μου περιέργαψε ο πατέρας μου, την πρόσφατη, δεν μπορώ. Έχω πάει φυσικά αρκετές φορές αλλά αποφεύγω να κυκλοφορήσω σε εκείνο το δρόμο που άλλωτε έσφιζε από ζωή. Ίσως γιατί θέλω να τον θυμάμαι στο μυαλό μου όπως ήταν όχι άδειο όπως είναι πια για χρόνια.
πολλά ωραίο κείμενο. συγκινητικό.
ΑπάντησηΔιαγραφήκαι μου θυμίζει πόσο άδικοι φανήκαμε με τα χωριά μας. εγκατάλειψη στο βωμό της προόδου. λάθη ανεπανόρθωτα.
σ’ευχαριστώ :)
Διαγραφήνομίζω υπάρχουν χωριά που κρατάνε ακόμα τον κόσμο και το χρώμα τους. στο μυαλό έρχεται το Πελέντρι στην επαρχία Λεμεσού, ο Αγρός, τα Λεύκαρα. ευτυχώς που έμειναν αυτά για να μη χαθεί εντελώς αυτό το κομμάτι της χώρας μας.
καλή σου μέρα!
Πολύ όμορφο κείμενο! Ειλικρινά, παρά τις ιστορίες που έχω ακούσει, δεν μπορώ να σκεφτώ πως θα ήταν το δικό μου χωριό στις δεκαετίες του '50 και του '60. Δεν μπορώ να το φανταστώ γεμάτο ζωή κι ας το έχω ζήσει σε πολύ καλύτερες μέρες, όταν είχε περισσότερο νέο κόσμο, στα '80ς και '90ς.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚι επειδή έχω χάσει πολλά επεισόδια, να σου ευχηθώ από καρδιάς να χαίρεσαι και το δεύτερο παιδάκι σου! Να είστε όλοι καλά :) Φιλάκια!
Ντοροθυ μου ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια!!
Διαγραφήτα καλοκαίρια νομίζω τα χωριά αποκτούν λίγη ζωή με τους παραθεριστές και μετά πάλι επιστρέφουν στην ησυχία τους...
καλή σου μέρα και φιλιά!
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤι διαβάζω??? δεύτερο κουκλί ???? ΝΑ ΣΑΣ ΖΗΣΕΙ!!!!!!!!!!!
ΔιαγραφήΕγώ δεν είχα χωριό, όπως οι περισσότεροι από αυτούς που κατέβηκαν στην Αθήνα, περνώντας ο χρόνος και η απαίσια τσιμεντοεξελιξης της Αθήνας μου έφεραν την τεράστια επιθυμία να αποκτήσω κι εγώ ένα. Έζησα την άλλη εποχή του 50 του 60, εποχές που δεν άφησαν τίποτα πίσω τους εκτός από εγκαταλελειμμένα νεοκλασικά και χαμηλά σπιτάκια που είχαν κάποτε ζωή.
Στο κείμενο σου γλυκιά μου περιγράφεις τόσα αισθήματα που κουβαλώ μαζί μου για πολλά χρόνια, έτσι ακριβώς κι εγώ έχω μια απέραντη λύπη για όλα αυτά που χάθηκαν σιγά σιγά. Όσο τα ζεις από κοντά δεν βλέπεις την μεγάλη διαφορά όπως εγώ που δεν έζησα ανάμεσα στις καθημερινές "εξελίξεις". Σε καταλαβαίνω απόλυτα!!!!
Καλή σου εβδομάδα!!!!
Εύη μου ευχαριστώ πολύ!
ΔιαγραφήΕίναι πολύ όμορφο το ότι έζησες εκείνες τις εποχές κι έχεις τις αναμνήσεις κι όχι μόνο τις εικόνες απτις ασπρόμαυρες ταινίες όπως εμείς. Ήταν άραγε πιο αθώες εποχές όπως λέγεται συχνά; Πάντα έχω αυτή την απορία.
Καλή σου μέρα και φιλιά!