Είχα μια φίλη στο λύκειο την έλεγαν Φωτεινή*. Η Φωτεινή ήταν ένα κορίτσι που του άρεσε πολύ η μουσική. Έπαιζε πιάνο, όμποε. Λάμβανε μέρος στη χορωδία του σχολείου. Έκανε χρόνια θεωρία στο ωδείο.
Τη δεύτερη χρονιά δεν καθόμασταν πια μαζί στο θρανίο, αλλά αρχίσαμε να περνάμε τα διαλείμματα παρέα. Θυμάμαι συχνά μου έλεγε για το Θεό και τη θρησκεία γιατί πίστευε πολύ. Κάναμε όμως διαφόρων ειδών κουβέντες που τώρα πια δε μπορώ να θυμηθώ με λεπτομέρεια για ένα σωρό θέματα. Μιλούσαμε για τους καθηγητές, τα μαθήματα, τις εξετάσεις. Τα συνηθισμένα. Μερικές φορές μιλούσαμε και για ταινίες που είχαμε δει ή βιβλία που είχαμε διαβάσει. Εκείνη μου έλεγε για τον Μπετόβεν, το Μότσαρτ. Αυτή η μουσική, ειδικά του Μπετόβεν δε μου άρεσε καθόλου. Με πείραζε λοιπόν ότι ήμουν ερωτευμένη μαζί του κι έγραφε το όνομα μου δίπλα στου Μπετόβεν στο πίνακα. Εγώ τότε νευρίαζα και τις έβαζα τις φωνές τρέχοντας να το σβήσω.
Θυμάμαι όταν πρωτοπήγα σπίτι της οι γονείς της μου φάνηκαν ιδιαίτερα αυστηροί. Ειδικά ο πατέρας της ήταν ένας βλοσυρός άντρας με μεγάλα μαύρα φρύδια και πυκνά, μαύρα, ανεξέλεγκτα μαλλιά. Είχε δύο αδελφές. Η μια σπούδαζε κι η άλλη νομίζω είχε τελειώσει ή θα τέλειωνε όπου να ’ναι τις σπουδές. Η Φωτεινή ήταν πολύ συνδεδεμένη μαζί τους. Αυτό όμως το κατάλαβα όταν πήγα στο σπίτι της, γιατί στο σχολείο δεν τις ανάφερε συχνά.
Κάθε φορά που πήγαινα μου έπαιζε πιάνο. Τη θαύμαζα όταν έπαιζε γιατί φαινόταν να χάνεται στη μουσική. Το κορμί της λικνιζόταν, έκλεινε τα μάτια της και ταξίδευε. Όλη η σαλοτραπεζαρία όπου βρισκόταν το πιάνο της, ήταν γεμάτη παρτιτούρες. Με έβαζε να διαλέξω όποιο κομμάτι ήθελα και μου το έπαιζε. Σίγουρα θα κάναμε κι άλλα πράγματα στο σπίτι της, αλλά μόνο αυτές οι αναμνήσεις μου ’χουν μείνει έντονα κολλημένες στη μνήμη.
Η Φωτεινή στη τάξη, αν και καλή μαθήτρια κι έξυπνη πολύ, ήταν τρομερά ήσυχη. Δε σήκωνε συχνά το χέρι να πει μάθημα. Σπάνια έκανε αστεία, πλάκες, χαβαλέ όπως οι υπόλοιποι. Ήταν πολύ προσεκτική και επιμελής. Είχαμε συχνά διαφορά απόψεων σε πολλά θέματα και έτσι με το καιρό αναπτύξαμε μια φιλία που βασιζόταν στη συζήτηση, στην ανάλυση κι όχι στα κοινά ενδιαφέροντα ή στους έρωτες όπως ήταν συνηθισμένο σε εκείνη την ηλικία. Με άλλες φίλες έκανα και μιλούσα για διαφορετικά πράγματα, συγκροτήματα, τραγουδιστές, ποιος είναι ο πιο ωραίος συμμαθητής, σε ποιο πάρτυ θα πηγαίναμε. Τη Φωτεινή όμως δεν την ενδιέφεραν καθόλου όλα αυτά. Σε σημείο που μερικές φορές με προβλημάτιζε αυτή η συμπεριφορά. Την αγαπούσα όμως όπως ήταν και χαιρόμουν που ήταν φίλη μου.
Όταν μοιραζόμασταν τα όνειρα μας για το μέλλον πάντα μου έλεγε ότι ήθελε να παντρευτεί σύντομα και να κάνει πολλά πολλά παιδιά, μεταξύ 7-9 έλεγε πως θέλει. Εγώ τις έλεγα ότι δε θα έβρισκε άντρα να δεχτεί τόσα πολλά παιδιά και πως εγώ δεν ήθελα ούτε οικογένεια να κάνω, ούτε παιδιά να φέρω στο κόσμο. Ήταν τότε λίγα χρόνια μετά τον πόλεμο στο κόλπο και με όλα όσα είχα δει να εξελίσσονται μπροστά μου και γύρω μου είχα αρχίσει να καταλαβαίνω σε τι κόσμο ζούσαμε. Δεν ήθελα να φέρω ένα παιδί σε ένα τέτοιο κόσμο. Η Φωτεινή όμως διαφωνούσε κάθετα σε όλα αυτά. Το όνειρο της ήταν μια μεγάλη οικογένεια έλεγε και ξαναέλεγε σε μένα και σ’ άλλες συμμαθήτριες μας όταν τύχαινε να μιλήσουμε.
Όπως και να ’χει τα χρόνια πέρασαν. Τελειώσαμε το σχολείο. Δώσαμε εξετάσεις για πανεπιστήμιο. Εγώ πέρασα Αθήνα, εκείνη Θεσ/νίκη. Θα σπούδαζε Θεολογία αν και της άρεσε περισσότερο η μουσική, αλλά δεν πέρασε στο ανάλογο τμήμα. Τη πρώτη χρονιά που ήμασταν φοιτήτριες όταν γυρνούσαμε για τις γιορτές και μετά για το καλοκαίρι στο πατρικό μας συναντιόμασταν, αν και όχι τόσο συχνά όπως παλιά. Τις λίγες φορές που βρισκόμασταν όμως, αισθανόμουν ότι κάτι είχε αλλάξει, ότι οι δρόμοι μας χώριζαν κι ότι όλο και πιο λίγα πράγματα μας ένωναν. Σιγά - σιγά απομακρυνόμαστε.
Ότι και να είχε γίνει όμως εγώ εξακολουθούσα να την νιώθω φίλη μου και την ήθελα κοντά μου. Συνεχίσαμε να κρατάμε αραιά επαφή. Που και που μάθαινα νέα της κι από μια άλλη κοπέλα, την Κ. που σπούδαζε κι αυτή Θεσ/νίκη θεολογία. Το δεύτερο χρόνο όταν γύρισα για τις γιορτές, έμαθα ότι η Φωτεινή είχε μπλεχτεί με μια θρησκευτική οργάνωση που θεωρείτο κάπως φανατική. Για να μου το λέει αυτό φοιτήτρια θεολογίας σκεφτόμουν κάτι θα ξέρει. «Ελπίζω όλα να πάνε καλά και να γυρίσει γρήγορα πίσω» έλεγα στον εαυτό μου. Δεν το συνειδητοποιούσα, αλλά ανησυχούσα για κείνη.
Το καλοκαίρι όταν είχε τελειώσει το δεύτερο έτος την είχα πάρει τηλέφωνο, αλλά θα έμενε μόνο λίγες μέρες και δεν καταφέραμε να βρεθούμε. Πίστευα ότι θα την έβλεπα τα Χριστούγεννα αλλά δεν ήρθε πίσω. Το ίδιο έγινε και το Πάσχα που ακολούθησε. Ρωτούσα την Κ. αλλά δεν ήξερε κι αυτή πολλά να μου πει. Την έβλεπε που και που αλλά δεν αντάλλαζαν κουβέντες πέρα από ένα τυπικό χαιρετισμό. Όταν γύρισα για άλλη μια φορά στο σπίτι μου μετά το τέλος του επόμενου έτους περίμενα να τη δω ή τουλάχιστον να της μιλήσω στο τηλέφωνο. Τίποτα όμως. Στο τηλέφωνο οι δικοί της απλά μου είπαν ότι πάλι δεν ήρθε.
Την είχα πεθυμήσει πολύ.
(συνεχίζεται…)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Πες κάτι, ή μάλλον γράψε αυτό που σκέφτεσαι! :)