20 Ιουν 2012

H Αλίκη κι ζωή


Μια φορά κι ένα καιρό ήταν η Αλίκη. Ήταν ένα μικρό, ισχνό κοριτσάκι με καστανά μαλλάκια και ματάκια. Οι γονείς της είχαν άλλα δυο αγόρια, αλλά όταν γεννήθηκε η Αλίκη ήταν μεγάλα πια. Η Αλίκη ήρθε στη ζωή τους σαν έκπληξη, μια ευχάριστη χαριτωμένη έκπληξη. Σαν το στερνοπούλι της οικογένειας και μάλιστα κοριτσάκι, όλοι την είχαν απ’την αρχή στα ωπα-ωπα.
Οι γονείς ήταν κι οι δύο εκπαιδευτικοί και την έπαιρναν μαζί τους στα σχολεία που υπηρετούσαν ώστε ποτέ να μην είναι μόνη της. Της αγόραζαν ό,τι ήθελε και την πρόσεχαν πολύ. Ήταν η μικρή τους πριγκίπισσα.


Σιγά-σιγά η Αλίκη μεγάλωσε και πήγε να σπουδάσει. Ένα χρόνο άντεξε μακριά απ’τους γονείς της. Στο τέλος της πρώτης της χρονιάς γύρισε στο σπίτι της και άφησε το πανεπιστήμιο που την κρατούσε μακριά απ’την οικογένεια της. Οι γονείς της την έστειλαν τότε σε κάποιο κολέγιο εντός της πόλης, απ’όπου πήρε ένα πτυχίο χωρίς αντίκρισμα (ήταν η εποχή πριν γίνουν τα κολέγια πανεπιστήμια). Στη συνέχεια για να αποκτήσει κάποια αντίκρισμα το χαρτί της έπρεπε να τη στείλουν στο εξωτερικό. Αγγλία είχαν διαλέξει αν και με τα αγγλικά δεν είχε και καλή σχέση.
Πάνω που ήταν έτοιμη να φύγει αρρώστησε με τα έντερα της. Ήταν σοβαρά, πήγε στο νοσοκομείο (ιδιωτικό εννοείται), και όταν βγήκε με το καλό η οικογένεια της δεν ήθελε να την αφήσει να φύγει μέχρι να αναρρώσει πλήρως. Τους πήρε δυο χρόνια για να βεβαιωθούν ότι ήταν εντελώς καλά. Το άγχος που πέρασαν ήταν μεγάλο. Ευτυχώς η Αλίκη ανάρρωσε πλήρως και πήγε στην Αγγλία. Έμεινε για ένα χρόνο, μέσα σε εκείνο το διάστημα ήρθε πίσω 3 φορές να δει τους δικούς της. Άλλες τόσες την επισκέφτηκαν εκείνοι γιατί τους έλειπε. Στο τέλος η Αλίκη κατάφερε να εξασφαλίσει αναγνωρισμένο πτυχίο και να επιστρέψει στους λατρεμένους της γονείς.
Δουλειά στην αρχή δεν έβρισκε. Δεν είχε κι ανάγκη για να πούμε την αλήθεια. Οι γονείς της ακόμα δούλευαν κι οι δύο, είχαν την οικονομική άνεση να την στηρίζουν. Και την ήθελαν κοντά τους για να είναι βέβαιοι ότι δεν την εκμεταλλεύεται κανείς. Δούλεψε στις επιχειρήσεις των αδελφών της κάποια διαστήματα. Είχαν και οι δύο της αδελφοί πετύχει με δική του επιχείρηση ο καθένας και μπορούσαν να της δώσουν μια θεσούλα. Πήγαινε λίγες μέρες κι απαντούσε τα τηλέφωνα. Έλα όμως που σύντομα βαριόταν. Κι ο μπαμπάς της μουρμουρούσε ότι χαράμιζε τις γνώσεις που είχε εξασφαλίσει με το πτυχίο.
Με την παρότρυνση του μπαμπά της λοιπόν έκανε αίτηση για κυβερνητική θέση. Δεν πέρασε πολύς καιρός και την ειδοποίησαν ότι την πήρανε. Χαρά μεγάλη ένιωσε όλη η οικογένεια.. δηλαδή ο μπαμπάς κι η μαμά. Γιατί τα δύο αυτοδημιούργητα αδέλφια της δε θεωρούσαν και τίποτα σημαντικό μια δουλειά στο δημόσιο και της το είπαν.

Δυσκολεύτηκε να προσαρμοστεί το Αλικάκι στη δουλειά κι ας ήταν στο δημόσιο. Έκανε συνέχεια απορίες, αλλά τις απαντήσεις που λάμβανε δεν τις πολύ-καταλάμβανε. Τη βάλανε να κάνει δουλειά που μπορούσε να κάνει κάποιος χωρίς πτυχίο αλλά πάλι δυσκολευόταν. Όμως η επιμονή της και η υπομονή της ανταμείφθηκαν. Με τον καιρό τα κατάφερνε και επιπλέον της άρεσε το ωράριο. Οι άλλοι συνάδελφοι της δεν τη θεωρούσαν και το πιο έξυπνο κορίτσι αλλά διεκπεραίωνε ό,τι της έδιναν κι έτσι ο καιρός περνούσε.
Ο μπαμπάς της δεν την άφηνε να πάει δουλειά με το λεωφορείο, ούτε με το αυτοκίνητο που της είχε αγοράσει ο ίδιος, το θεωρούσε πολύ επικίνδυνο. Γι’ αυτό το λόγο την μετέφερε ο ίδιος κάθε πρωί στη δουλειά και επειδή ήταν μακριά απ’το σπίτι τους δε γύρνουσε πίσω αλλά την περίμενε να σχολάσει για να την πάει πίσω.
Η Αλίκη συνέχισε να μένει με τους γονείς της αν και πλησίαζε τα τριάντα. Χωρίς καμιά υποχρέωση στο σπίτι ή εκτός. Ο μισθός της ήταν σαν χαρτζιλίκι αφού έξοδα πέρα από ρούχα και λούσα δεν είχε. Όταν κόντευε τα τριανταπέντε αποφάσισαν οι γονείς της να της φτιάξουν σπίτι δικό της. Φυσικά δίπλα στο δικό τους, μην τους λείψει το Αλικάκι τους, μην το στερηθούν. Έβαλαν όλες τις οικονομίες που είχαν και τις έφτιαξαν το σπίτι κολλημένο δίπλα στο δικό τους. Η Αλίκη τους πια ήταν περιζήτητη νύφη, με δουλειά στο δημόσιο και δικό της σπίτι. Δυσκολία ποτέ στη ζωή της δεν είχε αντιμετωπίσει. Αν εξαιρέσεις εκείνη την ασθένεια στα έντερα πριν πάει για σπουδές στο εξωτερικό, που την είχε ξεπεράσει εντελώς.
Όλα κυλούσαν ρολόι στη ζωή της. Εκείνη γεμάτη χιούμορ και γέλιο, αντιμετώπιζε τη ζωή με αισιοδοξία. Σχέση μια είχε στη ζωή της όμως δεν τολμούσε να γνωρίσει τον τύπο στον μπαμπά και τη μαμά της γιατί ήταν κάπως παλιόπαιδο και δεν θα τον ενέκριναν ήταν σίγουρη. Διακοπές πήγαινε κάθε χρόνο στο εξωτερικό κάποιες φορές με τις φίλες της αλλά τις πιο πολλές με τους γονείς της. «Δεν υπάρχει καλύτερη παρέα για μένα» έλεγε και το εννοούσε. Δεν μπορούσε να καταλάβει τις φίλες της που είχαν από χρόνια τώρα επαναστατήσει ενάντια στους γονείς τους.
Αν και η Αλίκη είχε περάσει τα τριανταπέντε δεν είχε αναλάβει ποτέ καμιά ευθύνη, δεν είχε άγχη, σκοτούρες, φοβίες. Την γνώρισα όταν είχε πρωτοβρει δουλειά και γνωρίζοντας και την οικογένεια της, πάντα είχα το φόβο για κείνη ότι όταν της εμφανιστεί κάποια πραγματική δυσκολία δεν θα ήξερε πώς να την αντιμετωπίσει. Τα χρόνια περνούσαν και φαινόντουσαν οι φόβοι μου να είναι αβάσιμοι. Δεν μπορούσα όμως να τους ξεπεράσω. Ήξερα ότι στη ζωή όλοι κάποια στιγμή θα ανεβούμε το Γολγοθά μας.
Δεν είχα άδικο. Μόλις τέλειωσε το σπίτι της με κάλεσε να την επισκεφτώ. Όταν πήγα όμως δεν είχε την συνηθισμένη συμπεριφορά της, δε γελούσε, δεν έκανε πλάκα όπως παλιά. Λίγη ώρα μετά που πήγα δεν άντεξε και ξέσπασε σε λυγμούς.
Ο πατέρας της είχε ανακαλύψει λίγο πριν ολοκληρωθεί το κτίσιμο του σπιτιού ότι είχε καρκίνο. Προσπάθησα να της δώσω κουράγιο. Να της θυμίσω ότι μπορούσε να τον παλέψει και να τον νικήσει. Μου είπε ότι ήταν πολύ δύσκολο για κείνη γιατί έμενε μαζί με τους γονείς της και αφού η μάνα της δεν οδηγούσε έπρεπε να μεταφέρει τον μπαμπά της στις θεραπείες, γεγονός που την καταρράκωνε. Της είπα ότι για λίγο ακόμα καιρό θα πήγαινε και μετά όταν θα ολοκληρωνόταν η θεραπεία όλα θα ήταν καλά. Αισθάνθηκα ότι το βάρος δεν ήταν μόνο από την είδηση της ασθένειας του πατέρα της που λάτρευε, αλλά και από το ότι για πρώτη φορά σε μεγάλη ηλικία χρειάστηκε να αντιστραφούν οι όροι και αντί να δεχτεί η ίδια στήριξη απ’τον μπαμπά της ήρθε η στιγμή να προσφέρει στήριξη η ίδια. Ήταν κάτι που δεν ήξερε πώς να κάνει. Μου το αποκάλυψε η ίδια όταν μου είπε ότι μόλις τον είδε πρώτη φορά μετά τη θεραπεία έβαλε τα κλάματα και αναγκάστηκε ο πατέρας της να της δώσει κουράγιο. Ποιος ξέρει πως ο ίδιος θα ένιωσε..
Οι μήνες πέρασαν. Η θεραπεία ολοκληρώθηκε και η ζωή σιγά-σιγά πήρε ξανά το δρόμο της. Ο πατέρας της ανταποκρίθηκε στη θεραπεία και όλα έδειχναν ότι θα ξεπερνούσε οριστικά την ασθένεια.
Μέχρι το Φεβρουάριο φέτος. Πήρα τηλέφωνο να της πω πως γέννησα και ασυνήθιστο για κείνη δεν απάντησε αλλά ούτε και πήρε πίσω. Στα πολλά τηλεφωνήματα και μηνύματα που της έστειλα επικοινώνησε μαζί μου για να μου πει ότι ανακάλυψαν ότι ο καρκίνος του πατέρα της έκανε τελικά μετάσταση και οι νέες θεραπείες δεν λειτουργούσαν. Ήταν απαρηγόρητη κι εγώ ειλικρινά δεν ήξερα τι να της πω. Προσπάθησα όσο μπορούσα να της δώσω κουράγιο. Δεν ξέρω αν τα κατάφερα.
Από τότε δεν έχουμε ξαναεπικοινωνήσει. Την έχω στο μυαλό μου όμως, όσο απασχολημένη κι αν είμαι με το μωρό. Όταν της έστειλα πρόσφατα ένα μήνυμα τι κάνει και αν είναι εντάξυ ο μπαμπάς της δεν μου απάντησε. Γιατί δεν την πήρα τηλέφωνο; Γιατί είχα μια διαίσθηση ότι ο πατέρας της θα’χει πεθάνει και δε θα ήξερα τι να της πω. Δεν μου απάντησε, αλλά επέμενα και μου έστειλε τελικά μήνυμα ότι δεν είναι καλά και θα με πάρει τηλέφωνο η ίδια όταν θα είναι καλύτερα.
Ελπίζω ο πατέρας της να είναι καλύτερα και να παλεύει ακόμα. Αισθάνομαι όμως ότι πρέπει να τον έχει χάσει και γι’αυτό χάθηκε από όλες τις φίλες και τις παρέες της. Θα μπορούσα να ρωτήσω και να μάθω με βεβαιότητα τι έχει συμβεί αλλά για κάποιο λόγο προτιμώ να μείνω να αναρωτιέμαι μέχρι να μάθω απ’την ίδια. Μερικές φορές όταν έχω μια υποψία για κακές ειδήσεις προτιμώ να κρύβω το κεφάλι στην άμμο και να μην τις μαθαίνω όσο γίνεται. Συνεχίζω και τις στέλνω μηνύματα ελπίζοντας ότι κάποια στιγμή θα θελήσει να επικοινωνήσει.
Δεν μπορώ να ξεκινήσω να φαντάζομαι πως έχει πάρει την πρώτη μεγάλη δυσκολία και την πρώτη μεγάλη απώλεια στη ζωή της. Μέχρι τώρα η ζωή της είχε χαρίσει τα πάντα πλουσιοπάροχα, όμως δεν είχε προετοιμαστεί για να αντιμετωπίσει τις αναποδιές, τις δυσκολίες και τις απώλειες. Δυστυχώς όση προστασία κι αν είχε τελικά φαίνεται ότι την έκανε ευάλωτη όχι δυνατή.

12 σχόλια:

  1. Θα το ξεπεράσει. Μην ανησυχείς.
    Ο Θεός ποτέ δεν μας δίνει περισσότερα από αυτά που μπορούμε να αντέξουμε.
    Η υπερβολική προστασία δεν φέρνει καλά αποτελέσματα.
    Είναι σαν να πετάς ξαφνικά ζεστό νερό σε μια γυάλινη κανάτα.
    Θα σπάσει και θα κάνει και θόρυβο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Αυτό πιστεύω κι εγώ ότι η υπερβολική προστασία απ'τους γονείς της την δυσκόλεψε αντί να την ευκολύνει στη ζωή και δεν εννοώ με την υγεία του μπαμπά της που έτσι κι αλλιώς είναι κάτι εξαιρετικά δύσκολο για όποιον του συμβεί, αλλά γενικά.
      Πολύ καλή παρομοίωση :)

      Διαγραφή
  2. ξέρεις κάτι? όλοι στα δύσκολα νομίζουμε ότι δε θα τα καταφέρουμε αλλα λίγο θέλει και θα τα καταφέρουμε
    έτσι και η αλικη , ευάλωτη αλλα ήρθε η ώρα να φανεί δυνατή

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. αχ τι αισιόδοξο είναι αυτό! ελπίζω να'χεις απόλυτο δίκιο. ευχαριστώ!

      Διαγραφή
  3. δεν εχω τι να πω,απλά λυπάμαι για τα βρεγμένα φτερά αυτής της κοπέλας που ποτέ δεν τα χρησιμοποίησε να πετάξει!!
    καλημερα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. είναι νέα ακόμα ελπίζω να τα χρησιμοποιήσει κάποια στιγμή.
      καλησπέρα!

      Διαγραφή
  4. φιλη μου ο τροπος που μιλουσες γι αυτη τη κοπελα η μαλλον αυτο που περασε σε εμενα διαβαζοντας τα παραπανω ειναι πως ενω αυτη η κοπελα ενιωθε ευτυχισμενη μεσα της δεν ηταν διοτι κρεμοταν παντα απο τους γονεις της και στην ουσια δε καταφερε να κανει ολοκληρωτικα δικο της ομως θα διαφωνησω με αυτο γιατι πιστευω πως αν στη πραγματικοτητα καταπιεζοταν θα ειχε κανει την επανάστασή της απο καιρο.

    κανενας ανθρωπος δε μενει και μαλιστα χρονια σε μια κατασταση που δεν του αρεσει και τον καταπιεζει μενει μοναχα αν αισθανεται ο ιδιος καλα οσο κι αν φενεται αυτο περιεργο στους γυρω και ειναι απολυτα λογικο γιατι αλλα πραγματα κανουν ευτυχισμενο το καθενα μας. εξου λοιπον και η μοναδικοτητα του καθενός μας.

    οσον αφορα την υγεια του μπαμπας της γενικα πιστευω πως μια ασθενεια ενος αγαπημενου συγγενικου προσωπου μπορει να λυγισει το καθεναν μας, ειτε δυνατος ειτε αδυναμος ολοι μπορουμε να λυγισουμε ανα πασα στιγμη. η υγεια ειναι ενα πολυ λεπτο θεμα και πραγματικα λυγιζει και τους πιο δυνατους ανθρωπους

    μακαρι να φτιαξουν γρηγορα τα πραγματα στη ζωη της φιλης σου! το ευχομαι ολοψυχα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. συμφωνώ δεν καταπιεζόταν. απλά δεν την άφησαν να δεχτεί κάποια χτυπήματα στη ζωή ή να το πω καλύτερα να κάνει κάποια λάθη ώστε να μάθει απ'αυτά.
      σίγουρα η ασθένεια κάποιου αγαπημένου λυγίζει όλους μας. μακάρι να το αντιμετωπίσει με δύναμη που δεν ξέρει ότι έχει.
      κι εγώ το εύχομαι γιαίτ μου λείπει πολύ :)

      Διαγραφή
  5. Σίγουρα θα είναι δύσκολο γι'αυτή την κοπέλα που είναι τόαο δεμένη με τον πατέρα της, αλλά να είσαι σίγουρη ότι θα το ξεπεράσει με τον καιρό και θα ξαναχαμογελάσει, εξαλλου "ότι δεν σε σκοτώνει σε κάνει πιο δυνατό"... Καλημέρα φιλενάδα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. αυτό θέλω κι εγώ να ξαναχαμογελάσει γιατί είναι η χαρά της ζωής κανονικά.
      καλό σουκου αστακουλίνα!

      Διαγραφή

Πες κάτι, ή μάλλον γράψε αυτό που σκέφτεσαι! :)

Mi manchi

Μου λείπεις τόσο πολύ, τόσο απερίγραπτα, αφάνταστα, αδιάκοπα, ασταμάτητα, που δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψουν πόσο.  Κι όσο κι αν κρατιέμα...