28 Οκτ 2010

Groupie

Ίσως σου έτυχε κι εσένα να την γνωρίσεις. Είναι μια κοπέλα ψιλόλιγνη, έχει πλατινέ μαλλιά με μαύρες ρίζες, ρούχα πάντα μαύρα, μπότες ως το γόνατο, δικτυωτή ζακέτα, μάτια μαύρα βαμμένα έντονα με μάσκαρα, αηλάινερ, ψεύτικες βλεφαρίδες. Το δέρμα της είναι κατάχλωμο, το βάψιμο τονίζει την φυσική της χλωμάδα, τα χείλη κόκκινο ξεθωριασμένο, το χρώμα βάφει τις άκρες των τσιγάρων που καπνίζει ασταμάτητα, νευρικά, σχεδόν χωρίς να προσέχει τι κάνει. Είναι κάπου στα 25 και πιο μεγάλη να είναι το ντύσιμο, το πρόσωπο δεν την δείχνουν πάνω από 25. Μόνο τα μάτια της δείχνουν να’χουν δει πολλά, να’χουν μια ωριμότητα που στο κορμί και στο πρόσωπο φαίνεται να’χει καλά κρυφτεί.
Ακούει πάντα μουσική που ακούνε λίγοι. Ποτέ ελληνική, πάντα ξένη, κατά προτίμηση αγγλική σκηνή, γκρουπάκια για τους πολύ ψαγμένους που ακόμα και η βόρεια πόλη που γέννησε τα μέλη του συγκροτήματος δεν έχει ακούσει καλά καλά.
Η μουσική είναι η ζωή της. Είναι περιστασιακά τραγουδίστρια σε κάποιο ερασιτεχνικό συγκρότημα. Τα τραγούδια που παίζουν όλα άγνωστα, κάποια δικά τους, τα περισσότερα άλλων συγκροτημάτων. Αν δεν τραγουδά παίζει κρουστά. Αν δεν το κάνει ούτε αυτό είναι γκρουπυ του συγκροτήματος.
Κάθεται στο κάθε μπαρ της κάθε ξεχασμένης πόλης που παίζουν και τους ακούει πίνοντας βότκα σκέτη και καπνίζοντας. Παλιά κάπνιζε χασίς, αλλά έχει κόψει τη συνήθεια από καιρό μαζί με τον τραγουδιστή του συγκροτήματος που κάποτε ήταν γκόμενος της.
Πια δεν έχει σχέση με κανένα, τέλειωσε με τις σχέσεις. Αν τις τύχει κανένας κολλιτσίδας τον ξαποστέλνει χωρίς πολλά-πολλά. Αν τις τύχει κανείς ενδιαφέρον, όχι όμορφος, αλλά με τατού, σκουλαρίκια σε αφανή σημεία του σώματος, ξυρισμένο κεφάλι και σκισμένα ρούχα, τότε δε λέει όχι. Φτάνει να μην την πρήζει μετά, να σηκωθεί και να φύγει και να μην τον ξαναδεί.
Μερικές φορές κάνει τη μάνα των μελών του συγκροτήματος, τους μαγειρεύει, ράβει κανένα επικίνδυνο σκίσιμο, τους φροντίζει όταν αρρωσταίνουν. Εκείνοι συχνά τσαντίζονται με τις περιποιήσεις και τη συμπεριφορά της, αυτό δείχνουν τουλάχιστον. Κατά βάθος όμως γουστάρουν να’χουν τη γυναικεία περιποίηση, τη στοργή. Όμως φοβούνται να της το δείξουν μη πάρουν τα μυαλά της αέρα. Προτιμούν να τη λένε ‘μουρμούρα’ όταν έχει δίκιο και να τη βάζουν στη θέση της συχνά.
Εκείνη υπομένει. Φωνάζει, αντιδρά σε όλες τους τις συμπεριφορές, όμως στο τέλος σωπαίνει. Τους χρειάζεται όσο κι εκείνοι αυτή. Δεν μπορεί να μείνει χωρίς το συγκρότημα. Όταν καμιά φορά αραιώσουν οι εμφανίσεις νιώθει να πνίγεται. Γυρνά τα μπαρ άσκοπα και πίνει σαν νερόφιδο ό,τι την κεράσει ο μπάρμαν.
Το χαμόγελο της είναι σπάνιο και ποτέ δεν αγγίζει τα μάτια της. Μοιάζει σαν μια σύσπαση του προσώπου που κάποιος σκάρωσε ξαφνικά στο πρόσωπο της. Μοιάζει παράταιρο, ξεχασμένο.
Με τους γονείς της δεν έχει καλή σχέση. Η μάνα της την πρήζει να βρει δουλειά, να παντρευτεί, να κάνει κουτσούβελα. Όλα τα συμβατικά που δε θέλει. Σταμάτησε χρόνια τώρα να τις εξηγεί, απλά την αποφεύγει. Ο πατέρας της την έχει ξεγράψει από καιρό. Από τότε που είδε τις πρώτες τρύπες στ’αυτιά, τα πολλά δαχτυλίδια με τις νεκροκεφαλές. Αδέλφια δεν έχει ή αν έχει τα’χει ξεχάσει.
Η ζωή  της είναι ο δρόμος. Ξέρει καλά πώς να φεύγει. Η αλλαγή και η φυγή φιλενάδες της καλές. Οι μόνες που έχει. Τις γυναίκες δεν τις εμπιστεύεται. Μόνο μια φίλη είχε στο νηπιαγωγείο που τις έκλεψε στο τέλος της χρονιάς το αυτοκινητάκι της. Από τότε κρατήθηκε μακριά απ’τις γυναίκες. Ποιος τις χρειάζεται;
Όποιο κι αν ήταν το όνομα που της έδωσαν οι γονείς της το’χει αλλάξει. Δεν το γούσταρε ρε γμτ, πως το λένε; Τώρα τ’όνομα της είναι μοντέρνο, θα μπορούσε να’ναι ξένο. Είναι εύηχο, κυλά σαν νεράκι στη γλώσσα, θα μπορούσε εύκολα να γίνει τραγούδι. Αν κάποιος που την ήξερε παλιά τη φωνάξει με το όνομα της δεν απαντά. Δεν ξέρει ποια ήταν τότε. Τώρα είναι αυτή και σ’όποιον αρέσει.
Στο θεό δεν πιστεύει. Κάποτε όταν ήταν μικρή πίστευε γιατί έτσι έλεγε η μάνα, το σχολείο. Μετά το’ψαξε μέσα της και βρήκε κενό. Δεν είναι άθεα, αλλά δεν ανήκει σε καμιά θρησκεία. Πιστεύει ότι υπάρχει ένα ανώτερο ον που όποτε θυμηθεί ασχολείται με τους ανθρώπους, αλλά τίποτα πέρα από αυτό.

~

Όταν τέλειωσε το σχολείο έφυγε για Αγγλία. Όχι για σπουδές. Απλά για να πατήσει τα άγια χώματα των λατρεμένων συγκροτημάτων της. Βρήκε μια δουλειά σ’ένα φαστφουντάδικο αλλά κρύωνε. Τρία χρόνια στη χώρα μια μέρα δε ζεστάθηκε. Χειμώνα-καλοκαίρι ήταν κρύα. Κι έπειτα η συνεχής βροχή της την έδινε. Μετά απ’τους εγγλέζους γκόμενους γνώρισε ένα έλληνα και έγινε η αφορμή για να γυρίσει πίσω στη ζεστασιά της Ελλάδας.
Παράτησε τη βαρετή ζωή στο πατρικό της και μετακόμισε σ’ένα κοινόβιο στο κέντρο. Όταν ήταν τυχερή έβρισκε κανένα στρώμα ή κανένα καναπέ και κοιμόταν. Αλλιίως την έβγαζε στο πάτωμα. Φτάνει που’χε την κουβέρτα της μαζί και σκεπαζόταν.
Καμιά φορά κάποιος μαλάκας απ’το κοινόβιο προσπαθούσε να την καταφέρει. Αντιστεκόταν σθεναρά κάθε φορά μέχρι να τον απομακρύνει.  Οι πιο πολλοί βρωμοκοπούσαν ποτό, απλυσιά. Τα δόντια τους ήταν σαπισμένα. Εκείνη ακόμα και στο δρόμο που έμενε έβρισκε τον τρόπο κι έκανε μπάνιο. Κουβαλούσε πάντα μαζί της την παιδική της οδοντόβουρτσα, το μόνο πράγμα που καταδέχτηκε να πάρει ότι έφυγε απ’το πατρικό της.
Η μάνα της την έψαξε στην αρχή παντού. Κάλεσε την αστυνομία. Μέχρι και στη ξανθιά στο χαζοκούτι καταδέχτηκε να βγει για να  την βρει. Ο γέρος της τουλάχιστον τέτοια πράματα τα έλεγε ‘ξεφτιλισμένα’ και δεν ασχολιόταν.
Το πρώτο συγκρότημα το γνώρισε ένα βράδυ σ’ένα νέο μαγαζί που’χε εγκαίνια. Έπαιξαν για κανένα μισάωρο και γούσταρε τρελά τα κομμάτια που διάλεξαν. Έπιασε κουβέντα τον τραγουδιστή και κόλλησε μαζί του. Έμεινε μαζί τους τρία χρόνια. Μετά μια μέρα τσακώθηκε άσχημα με τον μπασίστα κι ο τραγουδιστής αποδείχτηκε ότι δεν νοιαζόταν. Του’βαλε τις φωνές κι έφυγε.
Δυο βδομάδες κοιμόταν όπου έβρισκε. Μέχρι που βρήκε το συγκρότημα της. Γκρούπυ στην αρχή, μετά τραγουδίστρια, μετά ό,τι να’ναι φτάνει να τους είναι απαραίτητη, να την κρατήσουν κοντά τους. Πολύ καλά δεν τα πήγαιναν. Μα ούτε και χάλια. Είχαν φαν, είχαν τρελαμένους που τους ακολουθούσαν. Έβγαζαν κάτι λίγα.
Ένα μεσημέρι ξύπνησε και ρώτησε τον ντραμίστα ‘πόσες έχουμε σήμερα;’ Όταν της είπε κατάλαβε ότι ήταν τα γενέθλια της. Ξανά. Είκοσι χρόνια στο δρόμο. Τα πιο πολλά τα’χε ξεχάσει.    

2 σχόλια:

  1. Όχι δεν την γνωρίζω!! αυτό που δεν κατάλαβα είναι η ηλικία της,όχι ότι έχει σημασία...
    καλημέρα...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Είκοσι χρόνια στον δρόμο...
    Και τι να έκανε;
    Αυτός ο κόσμος είναι σαν ένα παγωτατζίδικο που πουλάει μόνο 2 γεύσεις παγωτό: βανίλια και σοκολάτα. Όποιος δεν τρώει ούτε το ένα ούτε το άλλο, μένει μια ζωή με το χωνάκι.
    Το περιέγραψες όμορφα.
    Μου άρεσε το κείμενο. :)

    Φιλιά πολλά, Daisy μου!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Πες κάτι, ή μάλλον γράψε αυτό που σκέφτεσαι! :)

Mi manchi

Μου λείπεις τόσο πολύ, τόσο απερίγραπτα, αφάνταστα, αδιάκοπα, ασταμάτητα, που δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψουν πόσο.  Κι όσο κι αν κρατιέμα...